- ἐπιπρηνής
- ἐπιπρηνήςsloping downwardsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπρηνής — ἐπιπρηνής, ές (Α) [πρηνής] 1. επικλινής, αυτός που κλίνει προς τα κάτω («Ἰσθμὸς χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταειμένος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιπρηνής ἐπὶ στόμα, λοξός» … Dictionary of Greek
ἐπιπρηνές — ἐπιπρηνής sloping downwards masc/fem voc sg ἐπιπρηνής sloping downwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)